ὀρόβους

ὀρόβους
ὄροβος
bitter vetch
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορβιοποιώ — ὀρβιοποιῶ, έω (ΑΜ) συσκευάζω ορόβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρόβιον «είδος κτηνοτροφικού φυτού» + ποιῶ (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • οροβίζω — ὀροβίζω (Α) [όροβος] τρέφω με ορόβους, ταΐζω ζώα με ρόβι …   Dictionary of Greek

  • οροβοφόρος — ὀροβοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει ορόβους («ὀροβοφόρος γῆ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τρισάλυπος — ον, Α τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»] …   Dictionary of Greek

  • ώνιο — το / ὤνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και ος Α [ὠνή] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνια τα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνια αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”